- διαμετρητός
- -ή, -ό (Α διαμετρητός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει καταμετρηθεί, ο καθορισμένος2. διαμετρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμετρητός — measured out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητόν — διαμετρητός measured out masc acc sg διαμετρητός measured out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμετρητῷ — διαμετρητός measured out masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)